- πυργοειδής
- -ές, ΝΑόμοιος με πύργο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυργοειδής — like a tower masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοειδῆ — πυργοειδής like a tower neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυργοειδής like a tower masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυργοειδής like a tower masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοειδεῖς — πυργοειδής like a tower masc/fem acc pl πυργοειδής like a tower masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοειδές — πυργοειδής like a tower masc/fem voc sg πυργοειδής like a tower neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
πυργωτός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσόπετρας. * * * ή, ό / πυργωτός, ή, όν, ΝΑ [πυργῶ] αυτός που έχει σχήμα πύργου, που μοιάζει με πύργο, πυργοειδής (α. «ἐμπετάσματα πυργωτά» παραπετάσματα που… … Dictionary of Greek
πυργώδης — ες / πυργώδης, ῶδες, ΝΑ [πύργος] όμοιος με πύργο, πυργοειδής … Dictionary of Greek
τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… … Dictionary of Greek
πυργωτός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα πύργου, ο πυργοειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)